φανοφόρος

φανοφόρος
-ο, θηλ. και -α, Ν
(για πρόσ. και για πράγμ.) αυτός που έχει φανό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φανός (Ι) «πυρσός» + -φόρος*. Η. λ. μαρτυρείται από το 1844 στην εφημερίδα Αἰών].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”